- ἰογλέφαρος
- ἰογλέφαρος, -ον1 violet-eyed test., Lucian., pro imag. 26: ἕτερος δέ τις ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην εἶπε cf. pseudo-Lucian, imag. 8: συνεπιλήψεται δὲ τοῦ ἔργου αὐτῷ καὶ ὁ Θηβαῖος ποιητής, ὡς ἰογλέφαρον ἐξεργάσασθαι (Boeckh: τὸ βλέφαρον codd.) fr. 307, but v. Bacch., s. v.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.